- ὀργάζειν
- ὀργάζωsoftenpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οργάζω — ὀργάζω (ΑΜ) κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ. β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.) αρχ. παθ. ὀργάζομαι (για κερί) λειώνω, τήκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται … Dictionary of Greek